- έκκλυσμα
- ἔκκλυσμα, το (Α)1. απόπλυμα2. (για κόκκινη βαφή) που παράγεται από θαλάσσιους οργανισμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκλύσματα — ἔκκλυσμα that which is washed away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)